- κορμιάζω
- αμετ. крепнуть, мужать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κορμιάζω — [κορμί] 1. κάνω κορμί, αυξάνομαι, ψηλώνω, ρίχνω μπόι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κορμιασμένος, η, ο γεροδεμένος, σωματώδης … Dictionary of Greek